Φίλες καί φίλοι, συγγραφεῖς/συνομιλητές στο διαδίκτυο, ἄς μήν χρησιμοποιοῦμε τὰ ἀπωθητικά greeklish, για νά ἐκφράζουμε τίς ἀπόψεις μας. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε πατώντας τόν συνδυασμό πλήκτρων "alt-shift" ἐναλλασσόμαστε ὡραιότατα ἀνάμεσα στό λατινικό καί τό ἑλληνικό ἀλφάβητο. Τό νά γράφει κάποιος χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική ἀλφάβητο δέν εἶναι θέμα παραξενιᾶς ἤ ἐλιτισμοῦ. Ἀντίθετα,θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ζήτημα χαλαρωμένων ἀντανακλαστικῶν,τό νά μήν τόν ἐνοχλεῖ ἡ κακοποίηση πού ὑφίσταται ἡ γλῶσσα μας, ἀφοῦ μέσα ἀπό τά greeklish χάνει κάποιος ἐντελῶς τήν ἐπαφή μέ τις ρίζες, ἄρα καί τήν οὐσία τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς. Τώρα πού ἡ κυβέρνηση ξεπουλάει κάθε τί ἐθνικό, ἄς μήν τήν βοηθᾶμε ἀπό ἐπιπολαιότητα καί κακῶς ἐννοούμενη εὐκολία στό ἔργο της.
Υ.Γ: Ἡ βίαιη καί χωρίς καμμία ἐπιστημονική τεκμηρίωση κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ τρόπου γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀποτελεῖ μιάν ἀκόμα σκοτεινή καί πονεμένη ἱστορία...

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

"ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ" - σκην. ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ (2011) ("THE SKIN I LIVE IN" / "LA PIEL QUE HABITO" - dir. Pedro Almodóvar )

Νά τό πάρει τό ποτάμι;...
Στήν τελευταία σκηνή τῆς ταινίας καί μάλιστα στήν τελευταία της ἀτάκα, ὅταν ὁ πλήρως μεταμορφωμένος  σέ Βέρα, Βίνσεντ ὁμολογεῖ στήν μητέρα του ὅτι πρόκειται γιά τόν πάλαι ποτέ ἐξαφανισμένο γυιό της, βρίσκεται, κατά τήν γνώμη μου, καί ἡ λύση τοῦ αἰνίγματος , τό ὁποῖο ὡς αἴσθηση κυριαρχεῖ καθ΄ ὅλην τήν πορεία τῆς ταινίας.
Ἡ σκηνή αὐτή λειτουργεῖ ὡς ἡ ἄκρη τοῦ μίτου τῆς Ἀριάδνης, ἀπό τήν ὁποία πρέπει ν’ ἀρχίσει ὁ θεατής νά ξετυλίγει, γιά ν’ ἀποκρυπτογραφήσει, τό μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή ἀπόλυτα μπερδεμένο κουβάρι γεγονότων, κινήτρων, συμπεριφορῶν, ἀνθρώπινων χαρακτήρων, πού τόν βομβαρδίζουν χωρίς καμμία διάθεση νά τοῦ ἀποκαλύψουν τὸν ρόλο τους.
«Τά φαινόμενα ἀπατοῦν» βροντοφωνάζει ὁ Ἀλμοδόβαρ μέσα ἀπ΄ ὅλες τὶς σχέσεις τῶν προσώπων πού, ὅταν βρίσκονται ἐνώπιος ἐνωπίῳ, διαπλέκονται ὑπό τίς πλέον ἀπρόβλεπτες συνθῆκες, ἐνῶ φαινομενικά ζοῦν σ’ ἓναν τέλεια κατασκευασμένο καί ἀψεγάδιαστο γνώριμο  κοινωνικό χῶρο.
Μόνο πού, πίσω ἀπ’ αὐτήν τήν στιλπνή ἐπιφάνειά της, ἡ κοινωνία  γεννᾶ διαρκῶς μηχανισμούς προσαρμογῆς τοῦ ἀνθρώπου παράλογους, σκληρούς καί καταπιεστικούς. Σ' αὐτούς παραπέμπουν ἡ ἀναγκαστική ἀπομόνωση τῆς Βέρας στόν πλήρως τεχνολογικά ἐξοπλισμένο περίκλειστο χῶρο ἤ ἡ ἐπαφή της μέ τόν ἔξω κόσμο μόνο μέσῳ τῆς τηλεόρασης καί τῆς κάμερας πού τήν παρακολουθεῖ 24 ὧρες τό 24ωρο. Οἱ μηχανισμοί αὐτοί λειτουργοῦν ὡς φυλακή γιά τήν ψυχή τοῦ καθενός μας καί τῆς ἀπαγορεύουν νὰ ἐκφράσει τήν οὐσία της γιά νά νιώσει ἐλεύθερη.  
Μέσα σ' αὐτήν τήν πραγματικότητα τό μεγαλύτερο ἀδιέξοδο βιώνει σαφῶς ὅποιος νιώθει ξένος μέσα στὸ ἴδιο του τὸ δέρμα, γι΄  αὐτό καί πιστεύω πώς ὁ Ἀλμοδόβαρ μέ τήν ταινία του αὐτή ἤθελε ν' ἀποτίσει φόρο τιμῆς σέ ὅλους τούς τρὰνς-συνανθρώπους μας,  πού ἀπό ἀπελπισία καὶ συντριβή μποροῦν νά φτάσουν στήν ἐπινόηση ἑνός τόσο παρατραβηγμένου σέ ἐπιστημονικοφανεῖς προεκτάσεις, πού ἀγγίζουν τά ὅρια τοῦ θρίλλερ,  φανταστικοῦ σεναρίου –αὐτό πού βιώνει ὁ Βίνσεντ στήν ἱστορία πού παρακολουθοῦμε-  προκειμένου νά καταφέρουν νά ὁμολογήσουν στήν μητέρα τους ὅ,τι τούς βασανίζει καί τούς ἀπελευθερώνει ταυτόχρονα: τήν βαθιά τους ἀνάγκη νά βγοῦν από τό δέρμα πού κατοικοῦν καί νά «φορέσουν» τό δέρμα ἐκεῖνο πού συνάδει μὲ τήν ψυχολογία τους.
Ἀντί, λοιπόν, ὁ Ἀλμοδόβαρ νά διηγηθεῖ τήν ψυχολογική περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπιθυμεῖ νἀλλάξει φύλο μέσα ἀπό τὴν ἀναμενόμενη ματιά τῆς σύγκρουσής του μέ τήν κοινωνία, ὁδηγήθηκε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα μέσα ἀπό τήν ἀκριβῶς ἀντίστροφη διαδικασία: Δημιούργησε, δηλαδή, σέ πρώτη ἀνάγνωση ἕνα μοντέρνο ψυχολογικό θρίλλερ ἐπιστημονικῆς φαντασίας, τό ὁποῖο μέ τήν  τελευταία σκηνή ἀνάμεσα στόν Βίνσεντ-Βέρα καί τήν μητέρα του βάζει τά πράγματα στήν θέση τους ξεκαθαρίζοντας τό μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή αἰνιγματικό τοπίο.
Ρήσεις και Ἀντιρρήσεις: Δέν μέ ἱκανοποίησαν σχεδόν καθόλου οἱ ἑρμηνεῖες τῆς ταινίας πού διάβασα στούς διάφορους κινηματογραφικούς ἱστοχώρους. 
Χρεώνεται στόν σπουδαῖο Ἰσπανό σκηνοθέτη μανιέρα και ἔλλεψη ξεκάθαρου στόχου δεδομένου ὅτι τό μέν σενάριό του αὐτὴν τήν φορά δέν ἦταν ἐντελῶς πρωτότυπο (στηρίχτηκε στήν ἰδέα τῆς νουβέλας τοῦ Τιερύ Ζονκέ «Μυγαλή, ἡ δηλητηριώδης ἀράχνη») ἡ δέ ταινία του ἀπηχεῖ ἐμφανῶς ἕνα πλῆθος  ἐπιρροῶν, ὅπως τῶν Ἀλ. Χίτσκοκ, Λ. Μπουνιουέλ, Φρ. Λάνγκ  και Ζ. Φρανζί.
Γνώμη δική μου εἶναι πώς ὁ Ἀλμοδόβαρ κατάφερε νά ἐναρμονίσει ὅλο αὐτό τὸ ἀποθησαυρισμένο ὑλικό, ὥστε τελικά νὰ ὑπηρετήσει μέ τόν καλύτερο τρόπο τό αἰσθητικά τέλειο καί ψυχρά κατασκευασμένο σύμπαν πού δημιούργησε, προκειμένου  νά λειτουργήσει  τὸ σκεπτικὸ πού ἀνέλυσα στήν κριτική μου.