Τό "κουρδιστό πορτοκάλι" τῆς ἐποχῆς τοῦ Νεοφιλελευθερισμοῦ.
Ἄν ἀποφάσισα νά σχολιάσω τήν καινούρια κινηματογραφική
δημιουργία τοῦ Πὼλ Βερχόφεν «ΕΚΕΙΝΗ», εἶναι γιατί
συνειδητοποίησα πώς ὑπάρχει μιά ἱκανή διάσταση μεταξύ τοῦ
στιβαροῦ σκηνοθετικοῦ ὕφους καὶ τῆς ὁριακῆς προσωπικότητας τῆς ἡρωίδας ἀπό τήν
μιά πλευρά, καὶ μιᾶς ψυχολογικῆς ἑρμηνείας,
ἀπό τήν ἄλλη, ἑρμηνεία τήν ὁποία στό τέλος ὁ θεατής σχεδόν ἐκβιάζεται νά τήν αποδεχτεί,
γεγονός πού ἀποβαίνει εἰς βάρος καί τοῦ προσωπικοῦ σκηνοθετικοῦ ὕφους καί τῆς ταινίας συνολικά.
Δέν γνωρίζω τό μυθιστόρημα (“Oh!”, Φιλίπ Ντζιάν,
2012) πάνω στο ὁποῖο ἔχει βασισθεῖ ἡ ταινία, ὥστε νά ἔχω ἄποψη περί τοῦ
μυθιστορηματικοῦ κέντρου βάρους τῆς συγκεκριμένης ἱστορίας, ὅμως, στήν κινηματογραφική του ὲκδοχή, ἐνῶ ἄμεσα γίνεται
ἀντιληπτό ὅτι τό σύμπαν τῆς ταινίας
φαίνεται νά ὑπηρετεῖ ἀσύμμετρα τήν προσωπική «ἀδυναμία»
τοῦ Βερχόφεν στόν τύπο τῆς γυναίκας πού ὁ ἴδιος «γουστάρει» νά
θαυμάζει, πρὸς τὸ τέλος, τά πάντα ἐξαναγκάζονται σέ ἕνα ἀντικειμενικό
ψυχολογικά ἑρμηνευόμενο σχῆμα, τό ὁποῖο,
ὅμως, δέν προκύπτει μέ συνέπεια μέσα ἀπό τά δρώμενα, ἁπλῶς ἐπισυνάπτεται.
Ἀπό τὴν πρώτη κιόλας σκηνή τό ἀπειλητικό βλέμμα τῆς
γάτας μᾶς προετοιμάζει ψυχολογικά γιά ἕνα δυνατό θρίλλερ μέ πρωταγωνίστρια μιά ὄχι
συνηθισμένη προσωπικότητα: «Ἐκείνη» πού ὁ σκηνοθέτης ἀποφασίζει νά μᾶς τήν πρωτογνωρίσει ὡς θύμα ἄγριου βιασμοῦ μέσα στὸ ἴδιο της τὸ σπίτι
ἀπό εἰσβολέα-κουκουλοφόρο καί ἡ ὁποία στήν
ἑπόμενη σκηνή σκουπίζει καί συγυρίζει μέ ψυχραιμία ὅσα ἀντικείμενα σπάσανε κατά
τήν διάρκεια τῆς πάλης μὲ τόν βιαστή. Αὐτή
ἡ ἀναίρεση τῆς ὰναμενόμενης ἀντίδρασης ποὺ
τήν πρώτη φορά ξενίζει στὴ συνέχεια γίνεται μόνιμο «ἀγαπημένο» χαρακτηριστικό τῆς
ἡρωίδας τοῦ Βερχόφεν στὶς σχέσεις της μὲ
ὅσους τήν περιβάλλουν.
Εἶναι ἡ «σιδερένια» διευθύντρια πού δέν διστάζει νὰ ὑποτιμήσει
καί νά προσβάλει ὑφισταμένους της στὸν ἀσυνήθιστο ὅσο καί ἀνδροκρατούμενο χῶρο τῆς
ἔμπνευσης καί κατασκευῆς βιντεοπαιχνιδιῶν δράσης μέ ἐξωγήινα τέρατα, εἶναι ἡ ἄτεγκτη
εἴρωνας κόρη ἀπέναντι στίς προσπάθειες τῆς
ἡλικιωμένης μητέρας της νά ἐξαγοράσει νεότητα μέσα ἀπό σχέσεις μέ νεαρότερους
ἄνδρες, εἶναι ἡ μάνα πού ἀντιμετωπίζει μέ ρεαλισμό σέ βαθμό σκληρότητας τόν ὄχι καί τόσο ἔξυπνο γιό της καί τίς ἐπιλογές
του, εἶναι ἡ «κολλητή» φίλη πού ὅμως κρυφά ἔχει περιστασιακές σχέσεις μέ τόν ἄντρα
τῆς κολλητῆς της, εἶναι ἡ πρώην σύζυγος πού μέ ψυχραιμία δέχεται νά πιάσει
φιλίες μέ τήν ἀντικαταστάτρια της στήν καρδιά τοῦ ἄντρα της, εἶναι «ἡ καλή γειτόνισσα», ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα ἀπαξιώνει καί τσαλαπατάει
κάθε ἔννοια «καλῆς γειτνίασης» μέ τό νά καλεῖ σὲ γεῦμα τό ἀγαπημένο ζευγάρι τῶν
γειτόνων της προκειμένου νά ἔχει τήν εὐκαιρία νά ἐρωτοτροπήσει μέ τόν ἄντρα
ρίχνοντας ταυτόχρονα στάχτη στά μάτια τῆς
εὐγενικῆς καί πιστῆς καθολικῆς γυναίκας του.
Ἡ ἀναίρεση τῆς ἀναμενόμενης ἀντίδρασης ἐκ μέρους τῆς
πρωταγωνίστριας, ὅοον ἀφορᾶ σ’ αὐτά πού βιώνει ἤ τόν τρόπο ζωῆς της τονίζεται ποικιλοτρόπως
στήν ταινία καί μέσα ἀπό διάφορες ἄλλες
συμπεριφορές της: αὐνανίζεται στήν θέα τοῦ γείτονά της, ἐνῶ ἐκεῖνος στολίζει μέ
Χριστουγεννιάτικα καλούδια τήν αὐλή του, δείχνει δύσπιστη καί κυνική ἀπέναντι στό ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο τῆς
μητέρας της ἐν ὥρα γιορταστικοῦ γεύματος, ἀπαξιοῖ να ἀπολύσει τόν ὑπάλληλο πού ἔστελνε κακοήθη
μηνύματα μέ στόχο τήν ἴδια σέ ὅλους τους
ἐργαζόμενους στήν ἐταιρεία της, ἐφόσον βεβαιώθηκε, ἀφοῦ τόν ἀνάγκασε νά
ξεβρακωθεῖ ἐνώπιόν της, ὅτι δέν ἐπρόκειτο περί τοῦ βιαστῆ, ὁμολογεῖ ἀπό μόνη της στήν καλύτερή φίλη της ὅτι ὁ ἄντρας της τὴν ἀπατοῦσε μαζί της,
φροντίζει νά μήν λερωθεῖ τό χαλί τοῦ γραφείου της ἀπὸ τά ὑγρά τοῦ ἐρεθισμένου ἐραστῆ
της προσέχοντας νά βάλει τό καλάθι τῶν ἀχρήστων
τὴν κατάλληλη στιγμή στήν κατάλληλη θέση.
Πίσω ἀπό ὅλα αὐτά τά περιστατικά πού ἀπό τόν σκηνοθέτη
δίνονται μέ βαρύτητα τέτοια, ὥστε μέσα ἀπό
τό ἀπροσδόκητο μέν, ἀλλά στήν οὐσία ἀσήμαντο
γεγονός, ἐντείνεται τὸ μυστήριο τῶν συνεχιζόμενων βιασμῶν, διαπιστώνει κάποιος καί
τήν ὑπόγεια χιουμοριστική διάθεση τοῦ Βερχόφεν, ὁ οποῖος, μ’ αὐτόν τὸν τρόπο, κατορθώνει νά διατηρεῖ θαυμαστές ἰσορροπίες μεταξύ τοῦ σαρκασμοῦ τῶν κοινωνικῶν
συμβάσεων καί τοῦ ἀστυνομικοῦ θρίλλερ.
Ὅμως τήν μεγαλύτερη ἀναίρεση τῆς ἀναμενόμενης ἀντίδρασης
ἐκ μέρους τῆς πρωταγωνίστριας τήν διαπιστώνουμε στὴν ἄρνησή της νά πάει στήν ἀστυνομία καί στήν ἀπόφασή
της νά διαλευκάνει μόνη της τό μυστήριο τῶν βιασμῶν. Τότε μαθαίνουμε καί τό μεγάλο
της μυστικό πού τήν κάνει τόσο
διαφορετική στήν ἀξιολόγηση τῶν σημαντικῶν στήν ζωή. Εἶχε ὑπάρξει στήν πρώιμη ἐφηβεία της θύμα
τοῦ παρανοϊκοῦ πατέρα της, ὁ ὁποῖος «γιὰ χάρη της» εἶχε σφαγιάσει σὲ μέρες
Χριστουγέννων δεκάδες γείτονές τους, γεγονός πού τὴν ἀκολουθοῦσε ἐπὶ δεκαετίες καθώς ἡ ζωή της σταθερά ἀποτελοῦσε
πρῶτο θέμα τῶν Μ.Μ.Ε.
Στό σημεῖο αὐτό, ὅπου ὁ Βερχόφεν εἰσάγει μιά ἀντικειμενική
τραυματική ἐμπειρία γιά νά
δικαιολογήσει τήν συμπεριφορά τῆς πρωταγωνίστριας, ἐνῶ ταυτόχρονα σ’ αὐτήν
τὴν ἐμπειρία φαίνεται νά στηρίζει καί τήν
παρόρμηση τῆς ἡρωίδας νά ἐπιδιώκει νά «τά
φτιάξει» μέ τόν ἐκτός ἐλέγχου σαδιστή βιαστή της (ἡ ταυτότητα τοῦ ὁποίου στὸ
μεταξύ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ), τό μέχρι ἐκείνη
τήν στιγμή ἐγχείρημα τοῦ Βερχόφεν νά μᾶς
δώσει ἕναν γενναῖο καί συναρπαστικό γυναικεῖο χαρακτήρα τοῦ ὁποίου ὁ ἐγωκεντρισμός
καί ἡ ἐνστικτώδης ἀλητεία τόν ὁδηγοῦν μακρύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἀναγνωρίσιμο ἀντισυμβατικό
πρότυπο, χάνει τήν δύναμή του καὶ ὁ θεατής στὸ τέλος μένει μέ τὸ αἴσθημα τοῦ μετέωρου
μεταξύ ἑνός ἐλλιποῦς κι ἀνολοκλήρωτου ψυχογραφήματος κι ἑνός ἀστυνομικοῦ
θρίλλερ μὲ σκληρό χιοῦμορ το ὁποῖο, ὅμως, χάνει τήν ἀρχική του ὁρμή.
Ὁ Βερχόφεν σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ταινίας του ὑποκλίνεται
μέ θαυμασμό καί χωρίς ἠθικολογίες ἤ ἐνοχές στήν ἄγρια ὀμορφιά τῆς παραβατικῆς ζωῆς τῆς ἡρωίδας του, τήν ὁποία μᾶς τήν γνωρίζει
μέσα ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες σχέσεις της μέ τους ἀναγνωρίσιμους καί διαχειρίσιμους
ἀπό αὐτήν ἀνθρώπινους τύπους πού τήν περιβάλλουν. Ἄν δεχτοῦμε πώς ἡ ταινία
κρύβει καί στοιχεῖα θρίλλερ, τὸ βασικότερο
στοιχεῖο θρίλλερ τοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἴδια ἡ προσωπικότητά της, κάτι πού φαίνεται νά μετριάζεται ἀδίκως ἀπό τά ἐλαφρυντικά
πού προσπαθεῖ νά τῆς προσδώσει τόσο ἡ
προϊστορία τῆς σχέσης μέ τόν πατέρα της καί
ἡ «τιμωρία» του κατά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἔργου , ὅσο καί ἡ ἐξόντωση τοῦ ἐραστῆ-βιαστῆ της, καθώς ὁ
Βερχόφεν, τελικά, παρ’ ὅλην τήν σκηνοθετική του μαεστρία δέν
διαθέτει στήν ἁρματωσιά του τό ἀπαραίτητο βάθος, ὥστε να ἀναδυθοῦν
ἱκανές ψυχολογικές ἤ ὑπαρξιακές προεκτάσεις ὀργανικά ἐνταγμένες μέσα στήν
ταινία.
Γι αὐτό, ὡς τελική αἴσθηση, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι
μέ «ΕΚΕΙΝΗ» ἁπλῶς ὁλοκληρώνει τὸ
πορτρτέτο τῆς γυναίκας τῶν ὀνείρων του, αὐτήν, δηλαδή, πού εἶχε στὸ μυαλό του ἢδη ἀπό τὸ «ΒΑΣΙΚΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ».
Ρήσεις καί Ἀντιρρήσεις: Συμφωνῶ σέ γενικές γραμμές μέ ὅσα ἔχουν γραφτεῖ γιά τήν ταινία, ὅμως, κατενθουσιάστηκα, ὅταν ἀνακάλυψα σέ συνέντευξη τοῦ Βερχόφεν πώς αὐτό ἀκριβῶς πού χαρακτήρισα ὡς "ἀναίρεση τῆς ἀναμενόμενης ἀντίδρασης" ἦταν στούς στόχους του, τήν περίοδο πού "ἔφτιαχνε" τήν ταινία:
[...]—Παρά τη βία των επιθέσεων, δε βλέπουμε ποτέ τη Μισέλ πληγωμένη.
Όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ συμβατικό. Θα πέφταμε στο μελόδραμα και τη βαρεμάρα. Είναι πιο διασκεδαστικό να αιφνιδιάζεις το κοινό από το να αναπαράγεις ξανά και ξανά κάτι που έχουν δείξει τόσοι σκηνοθέτες. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του Στραβίνσκι και του ασυνηθίστου τρόπου που συνθέτει τις συμφωνίες του αλλοιώνοντας το φυσιολογικό. Αυτή η καλλιτεχνική απόφαση αλλάζει τη συμπεριφορά της Μισέλ και το χαρακτήρα της: Με βίασαν αλλά δεν πειράζει. Ας πιούμε![...]