Φίλες καί φίλοι, συγγραφεῖς/συνομιλητές στο διαδίκτυο, ἄς μήν χρησιμοποιοῦμε τὰ ἀπωθητικά greeklish, για νά ἐκφράζουμε τίς ἀπόψεις μας. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε πατώντας τόν συνδυασμό πλήκτρων "alt-shift" ἐναλλασσόμαστε ὡραιότατα ἀνάμεσα στό λατινικό καί τό ἑλληνικό ἀλφάβητο. Τό νά γράφει κάποιος χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική ἀλφάβητο δέν εἶναι θέμα παραξενιᾶς ἤ ἐλιτισμοῦ. Ἀντίθετα,θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ζήτημα χαλαρωμένων ἀντανακλαστικῶν,τό νά μήν τόν ἐνοχλεῖ ἡ κακοποίηση πού ὑφίσταται ἡ γλῶσσα μας, ἀφοῦ μέσα ἀπό τά greeklish χάνει κάποιος ἐντελῶς τήν ἐπαφή μέ τις ρίζες, ἄρα καί τήν οὐσία τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς. Τώρα πού ἡ κυβέρνηση ξεπουλάει κάθε τί ἐθνικό, ἄς μήν τήν βοηθᾶμε ἀπό ἐπιπολαιότητα καί κακῶς ἐννοούμενη εὐκολία στό ἔργο της.
Υ.Γ: Ἡ βίαιη καί χωρίς καμμία ἐπιστημονική τεκμηρίωση κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ τρόπου γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀποτελεῖ μιάν ἀκόμα σκοτεινή καί πονεμένη ἱστορία...

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

" ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ" - σκην. ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΓΚΡΟΖΕΒΑ & ΠΕΤΑΡ ΒΑΛΤΣΑΝΟΦ (2014) ("YPOK" - dir. KRISTINA GROZEVA & PETAR VALCHANOV)

ήν καταδέχεσαι νά ρωτᾶς: Θά νικήσουμε; Θά νικηθοῦμε; Πολέμα! " ("Ἀσκητική" - Νίκος Καζαντζάκης)
Τό συγκεκριμένο κριτικό σχόλιο ἔχει δημοσιευθεῖ καί στό 3ο φῦλλο τῆς ἐφημερίδας Έξοδος 133 (15/04 2016)


οἰκονομικός νεοφιλελευθερισμός πού ἐπιταχύνθηκε ραγδαῖα ἀπό τήν κατάρρευση τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ἐπιδεινώθηκε ἀπό τήν χρήση τοῦ «εὐρώ» καί σέρνει στό ἅρμα του τήν παγκοσμιοποίηση εἶναι ὁ βασικός, ἀλλά βουβός πρωταγωνιστής σέ ἀρκετές πρόσφατες, πολύ ἀξιόλογες ταινίες γαλλικῆς κυριότατα προέλευσης (συγκεκριμένα θ’ ἀναφέρω «Τά χιόνια τοῦ Κιλλιμάντζαρο», 2011, τοῦ Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, «Ὁ ὑπουργός», 2011,  τοῦ Πιέρ Σελέρ, «Τό λιμάνι τῆς Χάβρης», 2011, τοῦ ῎Ακι Καουρισμάκι).   Στίς ταινίες αὐτές οἱ ἥρωες συγκρούονται μέ τόν ἀτσαλωμένο,  ἰσχυρότατο βουβό πρωταγωνιστή καί  ἤ συνθλίβονται ἤ κατορθώνουν μικρές, ἀλλά σημαντικές προσωπικές νίκες μέσα ἀπό ἀφύλακτες χαραμάδες ἀνθρωπιᾶς πού ἔχουν ἀπομείνει.
Στό «Μάθημα» τῶν Γκρόζεβα-Βαλτσάνοφ ἡ ἡρωίδα σε ὅλην τὴν διάρκεια τῆς ἀγωνιώδους προσπάθειάς της νά μήν ὑποχωρήσει μπροστά σέ τίποτα πού δέν τήν καλύπτει ἠθικά δέν συναντᾶ τήν παραμικρή διαφυγή καί συμπαράσταση ἀνθρωπιᾶς μέσα ἀπό τὸν μικρόκοσμο πού ζεῖ. Καταλήγει ἔτσι νά γίνει ἐκείνη ὁ ἀτσαλωμένος, ἰσχυρός πρωταγωνιστής πού  πάνω της  θά συγκρουστεῖ τό σύστημα σέ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις χωρίς νὰ καταφέρει νὰ τὴν κάμψει.
Ἡ Ναντέζντα, καθηγήτρια ἀγγλικών σέ ἐπαρχιακό γυμνάσιο τῆς Βουλγαρίας, φαίνεται ἐξ’ ἀρχῆς ἀποφασισμένη νὰ μὴν ἐπιτρέπει νά διαιωνίζονται ἀδικίες και παραβατικές συμπεριφορές, ὅπως μικροκλοπές, μεταξύ τῶν μαθητῶν τῆς τάξης της.  Ἀλλά καί στήν προσωπική της ζωή ἐπιβάλλει περιορισμούς τέτοιους πού τῆς στεροῦν τὴν ἄνετη ζωή, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τὸν εὔπορο πατέρα της, ἀφοῦ θεωρεῖ πώς «βασάνιζε» τήν μητέρα της τήν ὁποία καί ἀντικατέστησε μὲ νεότατη κι ὄμορφη σύντροφο ἕνα μόλις μῆνα μετά τόν θάνατό της. Ὅταν, ὅμως, προκύπτει τό ἐνδεχόμενο νά  χάσει ἡ οἰκογένειά της τὸ σπίτι τους ἀπό  τὴν τράπεζα λόγῳ ἀπλήρωτων δόσεων ποὺ ὁ ἄντρας της, ἐρήμην της, σπαταλοῦσε σέ ἄκαιρες ἀγορές πού ὑποτίθεται ὅτι θὰ τούς ἔβγαζαν ἀπό τήν οἰκονομικά δύσκολη  θέση, ἐκείνη, μέ τήν  ἀποφασιστικότητα καί τό αἴσθημα δικαίου πού τήν διακρίνει καί  ἐντός τοῦ μικρόκοσμου τοῦ σχολείου,  ἐπιλέγει νὰ ἀγωνιστεῖ στηριζόμενη μόνο στίς δικές της δυνάμεις προκειμένου νά ξεπληρώσει τὶς ἀπλήρωτες δόσεις.
Μέ τό τέχνασμα τῆς ἡρωίδας σέ διαρκῆ κίνηση οἱ σκηνοθέτες κατορθώνουν νά δώσουν στοιχεῖα  ταινίας θρίλλερ στήν εξέλιξη τῆς ὑπόθεσης.  Ἡ  κάμερα ἀκολουθεῖ κατά πόδας τήν σκέψη, τίς ἀποφάσεις καί τίς ἐνέργειες τῆς πρωταγωνίστριας, ἐκδηλώνοντας ταυτόχρονα τὸν θαυμασμό της γι᾿ αὐτήν καθώς κρέμεται ἀπό τὸ βλέμμα της, τά χείλη της, τίς ἀντιδράσεις της. Ἡ Ναντέζντα (γοητευτικότατη καί ἀφοπλιστική στήν ἑρμηνεία της ἡ Μαργκίτα Γκόσεβα) γίνεται ὁ ἕνας καί μοναδικός ἄνθρωπος πού εὐαισθητοποιεῖται, σκέφτεται, δρᾶ καί αντιδρᾶ, σ’ ἀντίθεση μὲ τὴν καθηλωμένη κι ἀκινητοποιημένη ἠθικά, ἀλλά καί κυριολεκτικά κοινωνία γύρω της · ὅλοι – ἀπό τόν σύζυγό της μέχρι τόν  σύλλογο τῶν καθηγητῶν κι ἀπό τήν γραμματέα στό γραφεῖο μεταφράσεων ὡς  τίς ταμίες στὴν τράπεζα- ἐμφανίζονται καθισμένοι στήν καρέκλα τους κι ἀδιάφοροι γιά  τά πάντα.
Ἔτσι ὁ μοναχικός ἀγώνας τῆς δασκάλας  καί ἡ δίκαιη  λύση –λύση ἰσοδυνάμων, θά λέγαμε-  πού βρίσκει στό ἀδιέξοδο πού τήν ἔχει σπρώξει τό σύστημα  (ἀντί νά παραδώσει τὴν ἀξιοπρέπειά της βορά στά  γοῦστα τοῦ τοκογλύφου, ληστεύει μὲ τὸ ψεύτικο ὅπλο ποὺ κατάσχεσε ἀπό τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν στὸ σχολεῖο τό σχετικά ἀφύλακτο ὑποκατάστημα τῆς τράπεζας  τῆς ἐπαρχιακῆς πόλης πού ζοῦσε, ξεπληρώνοντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο τὸν παράνομο τοκογλύφο μέσω τοῦ θεσμικοῦ) παίρνει ὑπαρξιακές διαστάσεις φτάνοντας πολύ πιὸ μακριά ἀπό μιά καταγγελία τοῦ βαθιά ἀνήθικου καί διεφθαρμένου κυρίαρχου οἰκονομικοῦ συστήματος τῶν ἀρχῶν τοῦ 21 ου αἰ.  Ἡ Ναντέζντα γίνεται ἕνας κλασσικός ντοστογιεφσκικός ἥρωας ἤ μιά κλασσική ἡρωίδα ἰψενικοῦ βάρους σ’ ἕνα ἀμιγῶς, μπρεσσονικοῦ τύπου, κινηματογραφικό ἔργο.
Οἱ σκηνοθέτες εἶπαν πώς πῆραν τὴν ἰδέα γιὰ τὴν ταινία τους ἀπό ἕνα πραγματικό περιστατικό πού τούς εξέπληξε –εἶχε συλληφθεῖ γιά ληστεία τραπέζης μια δασκάλα, ἐνῶ μέχρι νά τήν ταυτοποιήσουν ὅλοι σκέφτονταν πὼς ἐπρόκειτο γιά ναρκομανῆ ἤ κατά συρροή κλέφτη- καί θέλησαν νά ἐξερευνήσουν τούς λόγους πού μπορεῖ νὰ τὴν εἶχαν ὁδηγήσει σ’ αὺτήν τήν ἀπονενοημένη πράξη. 
Ὡστόσο στήν δική τους ταινία ἡ δασκάλα δέν συλλαμβάνεται, ἀντίθετα τήν ἡμέρα τῆς ἐπιτυχημένης ληστείας ἡ ματιά της συλλαμβάνει ἐπ΄αὐτοφώρῳ τόν μικρό κλέφτη τῶν συμμαθητῶν του,  ὑπόμνηση πώς ἐκείνη μέν μπορεῖ νὰ «νίκησε» τελικά τό διεφθαρμένο  σύστημα ξεπληρώνοντας μέ τά λεφτά τῆς ληστείας τὸν τοκογλύφο, ὅμως ἡ προσπάθειά της νά διδάξει ἀξίες τούς μικρούς μαθητές, ὥστε μακροπρόθεσμα νά ζεῖ μὲ ἀξίες αὐτός ὁ κόσμος, πέφτει στό κενό, καθώς συνειδητοποιεῖ πώς  καμμιά της παραίνεση ἤ τέχνασμα ἤ διαβεβαίωση ὅτι  δέν θά ὑπῆρχε τιμωρία, ἀλλά συγχώρεση γιὰ τόν ἀνήλικο κλέφτη, ἄν παραδινόταν, δέν τόν ἀπέτρεψε ἀπό τό  νά μήν ξανακλέψει. 
Ρήσεις καί ντιρρήσεις: Γενικότερα ἐντόπισα ἐπιτυχημένες προσεγγίσεις τῆς ταινίας, ἄν καί ὄχι ὁλοκληρωμένες κατά τήν γνώμη μου. Ἐνδεικτικά θά ἀναφέρω τήν ἄποψη τῆς Elza Gonzalves καί τῆς Πόλυς Λυκούργου.